Μας άρεσε
- Φωτεινή, ευκρινής και συνολικά ποιοτική οθόνη με δυνατά ηχεία
- Λεπτό και άνετο στα χέρια, μετά από πολύωρο παιχνίδι
- Πολλές δυνατότητες και ευκολίες μέσω του ASUS Armoury Crate
- Πολύ ισχυρές επιδόσεις σε απαιτητικά παιχνίδια AAA
Δεν μας άρεσε
- Περιμέναμε περισσότερα από την μπαταρία σε σχετικά μη απαιτητικά παιχνίδια
- Τα Windows δεν είναι έτοιμα για τέτοιες συσκευές, από πλευράς ευχρηστίας
- Υψηλό όριο Watt στα Windows, έλλειψη trackpads
Η αγορά των φορητών PC σε μορφή κονσόλας έχει πάρει τα πάνω της και η ASUS, πάντοτε δοκιμάζοντας νέα και διαφορετικά πράγματα, κυκλοφόρησε το ASUS ROG Ally. Πρόκειται για ένα πανίσχυρο PC με Windows 11, το οποίο μπαίνει στην (μεγάλη) τσέπη και ακολουθεί τον χρήστη οπουδήποτε. Λόγω των Windows 11, η συμβατότητά του είναι άψογη κι έτσι, πρακτικά μπορεί να παίξει οτιδήποτε, από οποιαδήποτε εποχή. Πλέον, η νέα κονσόλα διατίθεται προς πώληση και στη χώρα μας, οπότε εξασφαλίσαμε μια κονσόλα για δοκιμές.
Σχεδιασμός – Οθόνη
Ξεκινάμε με τον σχεδιασμό, ο οποίος έρχεται με… υπογραφή ROG. Η κονσόλα είναι κατάλευκη με ορισμένες πινελιές χρώματος σε λίγα σημεία. Αρχικά, τα πλήκτρα ABXY στη δεξιά πλευρά, έχουν μπλε, γκρι, πράσινο και κόκκινο χρώμα αντίστοιχα, χωρίς να είναι ιδιαίτερα έντονο. Αριστερά και δεξιά, στις κάτω γωνίες, υπάρχει ένα μικρό λογότυπο ROG επάνω σε ασημί, ιριδίζων αυτοκόλλητο.
Μια παρόμοια, διαγώνια λωρίδα υπάρχει στην πίσω πλευρά, λεπτή και ασημένια με ιριδίζων εφέ. Πέραν αυτού, υπάρχει χρώμα RG σε ένα φωτεινό δαχτυλίδι γύρω από τους δύο μοχλούς, το οποίο με τη σειρά του, έχει διάφορα εφέ και δυνατότητες εξατομίκευσης.
Πέραν αυτών, οι δύο μοχλοί είναι μαύροι και αντίστοιχα, το D-pad επίσης μαύρο, όπως και τα τέσσερα επάνω πλήκτρα και τα δύο που βρίσκονται στην πλάτη. Τα ηχεία της συσκευής βρίσκονται μπροστά, στα αριστερά και δεξιά της οθόνης. Πίσω βρίσκονται οι είσοδοι αέρα, ο ένας στο σχήμα του λογοτύπου ROG, ενώ επάνω βρίσκονται οι δύο έξοδοι αέρα.
Επάνω έχει μια θύρα ακουστικών, μια υποδοχή κάρτας microSD, βύσμα εισόδου εξωτερικής κάρτας γραφικών και ακριβώς δίπλα μια θύρα USB-C 3.2 Gen 2 για φόρτιση ή σύνδεση σε άλλες συσκευές (π.χ. οθόνες). Πιο δεξιά, τα δύο πλήκτρα έντασης και δίπλα τους, δύο LED (κατάσταση φόρτισης και λειτουργία). Τέλος, λίγο πιο δεξιά ακόμη, βρίσκεται το πλήκτρο ενεργοποίησης, στο οποίο μάλιστα ενσωματώνεται αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος, οπότε συνδυάζεται γρήγορη σύνδεση και ασφάλεια χωρίς καθυστερήσεις για τον χρήστη. Μη ξεχάσουμε να αναφέρουμε και τη θύρα σύνδεσης εξωτερικής GPU και συγκεκριμένα της XG Mobile, της ίδιας που υποστηρίζει το ROG Flow laptop της ASUS, η οποία απογειώνει τις επιδόσεις με την παρουσία μιας RTX 4090 GPU στο εσωτερικό της. Υπήρχε λόγος να υποστηρίξει κάτι τέτοιο η ASUS στο ROG Ally ; Πιστεύουμε όχι αφού αφορά εξαιρετικά λίγους χρήστες (το επιπλέον κόστος ξεπερνά τα 2000 ευρώ) αλλά σε κάθε περίπτωση η εταιρεία πιστεύει ότι υπάρχει ενδιαφέρον.
Στις δύο άκρες της επάνω πλευράς, βρίσκονται δύο δυάδες πλήκτρων RB/LB και RT/LT. Τα δύο B είναι μακρόστενα και κάνουν ωραίο «κλικ» σε κάθε πάτημα, ενώ οι δύο σκανδάλες είναι πλατιές και άνετες στο δάχτυλο, όμως χωρίς να έχουν μεγάλο βάθος στο πάτημα. Είναι άψογες για τα περισσότερα παιχνίδια δράσης κλπ, όμως όσοι θέλουν τον απόλυτο έλεγχο στο γκάζι σε ένα παιχνίδι racing, ίσως χρειαστεί να κάνουν κάποιες ρυθμίσεις στην ευαισθησία των πλήκτρων. Σε γενικές γραμμές, θυμίζουν τις σκανδάλες ενός DualSense, οπότε κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους σε όλα τα παιχνίδια για τον μέσο χρήστη.
Οι διαστάσεις της συσκευής φτάνουν τα 28×11.1×2.12cm με βάρος περίπου στα 600 γραμμάρια. Για να γίνεται ευκολότερο το κράτημα, στις δύο πίσω άκρες υπάρχουν εξογκώματα, τα οποία αγκαλιάζει το χέρι. Δεν είναι πολύ μεγάλα, όμως είναι εργονομικά και πράγματι βοηθούν. Χωρίς να αυξάνεται το πάχος της συσκευής, το κράτημα είναι πολύ άνετο ακόμη και για πολύωρο παιχνίδι.
Κεντραρισμένη μπροστά βρίσκεται, φυσικά, μια μεγάλη οθόνη 7” με πάνελ τύπου LED, λόγο διάστασης 16:9, ανάλυση 1080p, μέγιστο ρυθμό ανανέωσης 120Hz και μέγιστη φωτεινότητα στα 500nits. Είναι μια εκπληκτική οθόνη, από χρώματα μέχρι φωτεινότητα και ρυθμό ανανέωσης, κάνοντας κάθε παιχνίδι να δείχνει όμορφο. Επιπλέον, η υψηλή ανάλυση είναι καλοδεχούμενη και ο λόγος διάστασης 16:9 σημαίνει άνετη προσαρμογή πολλών παιχνιδιών στις διαστάσεις της οθόνης, όπως και παρακολούθηση π.χ. ταινιών χωρίς μαύρες μπάρες.
Στο πνεύμα της πολυτελούς κατασκευής που επιδεικνύει η κονσόλα, η οθόνη προστατεύεται από γυαλί, κάτι που δεν βοηθάει με τις αντανακλάσεις, όμως σε καλά φωτισμένο χώρο δείχνει άψογη. Επιπλέον, με τόσο υψηλή φωτεινότητα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα σε εξωτερικό χώρο όπως και διαπιστώσαμε, αρκεί να βρεθεί η κατάλληλη γωνία για να καταπολεμηθούν οι αντανακλάσεις.
Αριστερά και δεξιά της οθόνης, βρίσκονται τέσσερα πλήκτρα μοιρασμένα σε δυάδες: “Select” και πλήκτρο συντομεύσεων (θα αναλυθεί παρακάτω) και δεξιά “Start” και ASUS Armoury Crate (επίσης θα αναλυθεί παρακάτω). Είναι μικρά όμως πατιούνται εύκολα και ακριβώς από πάνω τους βρίσκονται δύο μικρόφωνα, ένα σε κάθε πλευρά. Επιπλέον, αριστερά και δεξιά της οθόνης βρίσκονται από ένας αναλογικός μοχλός, μεσαίου σχετικά ύψους και μεγέθους.
Στην εσοχή, ένας σχετικά λεπτός αντίχειρας χωράει οριακά, οπότε άνθρωποι με μεγαλύτερα δάχτυλα θα ελέγχουν τον μοχλό με την άκρη του δαχτύλου μόνο. Επιπλέον, ιδιαίτερη προσοχή στο πώς τοποθετείται το δάχτυλο – ο δεξιός μοχλός είναι κοντά στην οθόνη κι έτσι εύκολα μπορεί να την ακουμπήσει και εκείνη να το θεωρήσει ως κλικ. Οι δύο μοχλοί δεν είναι τοποθετημένοι στο ίδιο ύψος, αλλά σε διαγώνια μεταξύ τους διάταξη. Τέλος, στην αριστερή πλευρά, ανάμεσα στον μοχλό και στην οθόνη (και λίγο πιο κάτω σε σχέση με τον μοχλό) βρίσκεται το D-pad, πάλι κάπως μικρό αλλά χωρίς να δημιουργεί πρόβλημα στη χρήση, τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση.
Συνοπτικά, ο σχεδιασμός είναι καθαρός και το λευκό όμορφο -αν και απαιτεί φροντίδα για να μην λερώνεται- ενώ τα χρώματα και λογότυπα σε καμία περίπτωση δεν είναι υπερβολικά, όπως σε ορισμένα gaming laptops της εταιρείας.
Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις
Το ASUS ROG Ally έρχεται σε δύο εκδόσεις: με επεξεργαστή AMD Ryzen Z1 (6 cores, 12 threads 30W max TDP, 2.8 TFlops, 4GB VRAM και 4 compute units) και AMD Ryzen Z1 Extreme (8 cores, 16 threads 30W max TDP, 8.6 TFlops, 4GB VRAM και 12 compute units). Κατά τα άλλα, οι δύο εκδόσεις μοιράζονται τα ίδια χαρακτηριστικά: ίδια οθόνη, 16GB LPDDR5 RAM, 512GB PCIe 4.0 SSD και μπαταρία 40 WHrs. Ένα σημαντικό ατού της κονσόλας, είναι πως περιλαμβάνονται Windows 11, τα οποία θα δούμε παρακάτω πώς διαμορφώνουν την εμπειρία χρήστη. Η ASUS μας προμήθευσε με την κορυφαία έκδοση που ενσωματώνει το Z1 Extreme chipset, με τη δεύτερη έκδοση να είναι σημαντικά πιο περιορισμένη σε επίπεδο επιδόσεων, και με την κυκλοφορία της να υπολογίζεται το Φθινόπωρο.
Αρχικά, τα παιχνίδια. Η κονσόλα μπορεί να υποστηρίξει, πρακτικά, οτιδήποτε υποστηρίζει ένα PC. Οπότε, κατεβάσαμε παιχνίδια από Xbox, Steam, Epic, Battle.net και GOG για να δοκιμάσουμε. Ανάμεσα σε αυτά ήταν τα Cyberpunk 2077, Forza Horizon 5, Halo Infinite, Death Stranding, Red Dead Redemption 2, Silent Hill 4: The Room και The Witcher III: Wild Hunt. Δεν είναι πολύ εκτενής η λίστα, διότι ο SSD των 512GB γέμιζε και έπρεπε διαρκώς να σβήνουμε παιχνίδια για να κατεβάσουμε νέα (π.χ. το FH5 ξεπερνάει τα 100GB). Πάμε να τα δούμε με τη σειρά.
Στο Cyberpunk 2077, δοκιμάσαμε ένα μίγμα Medium και High για να έχουμε ~50fps σε Performance Mode με ανάλυση 720p, ενώ γυρίζοντας σε Turbo Mode είχαμε σχεδόν σταθερά 60fps. Έχοντας περισσότερα Medium από ότι High, είδαμε βελτιώσεις και στις δύο περιπτώσεις. Το Silent Mode χρειαζόταν να είναι όλα στα Low για να διατηρεί ένα σταθερό ρυθμό καρέ, που κλειδώσαμε στα 30fps γιατί οτιδήποτε περισσότερο ήταν ασταθές.
Στο The Witcher III: Wild Hunt, ρυθμίσαμε τα γραφικά σε Medium και είχαμε σχεδόν σταθερά 60fps (διακυμάνσεις από 55-60fps) σε Performance Mode και κλειδωμένα 60fps σε Turbo Mode. Ανεβάζοντας τις ρυθμίσεις σε High, είχαμε 45-60fps σε Turbo Mode, με το χαμηλότερο όριο να εμφανίζεται μέσα στα χωριά κι όχι τόσο στον ανοιχτό κόσμο. Οι ρυθμίσεις Medium σε Turbo Mode ήταν κλειδωμένες στα 60fps, πάντοτε σε 720p για όλα τα παραπάνω.
Επόμενο είναι το Halo Infinite, το multiplayer συγκεκριμένα, όπου δεν καταφέραμε να έχουμε κάτι περισσότερο από 45fps σε Low και Turbo Mode. Δεν είναι αμιγώς πρόβλημα της κονσόλας αυτό, βέβαια, γιατί η αλήθεια είναι πως το Halo Infinite δεν έχει βελτιστοποιηθεί όσο θα έπρεπε. Ωστόσο, μπορεί να βοηθηθεί η κατάσταση, καταργώντας το High Res Texture Pack που κατεβαίνει μαζί με το παιχνίδι. Με τις ίδιες ρυθμίσεις και χωρίς το πακέτο, το παιχνίδι έπαιζε άνετα στα 60fps σε Performance Mode – δεν χρειαζόταν καν το Turbo. Επιπλέον, κερδίζονται περίπου 12GB αποθηκευτικού χώρου. Επομένως, πρώτη κίνηση για Halo Infinite, «ξήλωμα» του Texture Pack.
Μετά, Death Stranding, ένα παιχνίδι που δείχνει πολύ όμορφο και χρειάζεται καλά γραφικά. Ευτυχώς, σε Performance Mode με τις ανώτατες ρυθμίσεις γραφικών (πάντα σε 720p) κινούταν μεταξύ 55-60fps. Γυρίζοντας σε Turbo Mode, κρατούσε άνετα τα 60fps σταθερά.
Κάτι που δεν εμφανίζεται συχνά σε τέτοιες αναλύσεις, είναι το Silent Hill 4: The Room. Το συγκεκριμένο εγκαταστάθηκε περισσότερο για να επιβεβαιώσουμε πως τρέχει άψογα σε Windows/ROG Ally, κάτι που δεν πετύχαμε σε Linux/Steam Deck. Φυσικά, τα αποτελέσματα αναμενόμενα: εγκαταστάθηκε σε λίγα λεπτά και έπαιζε αψεγάδιαστα σε 720p, χωρίς «ταρζανιές» στην εγκατάσταση.
Σειρά έχει το Red Dead Redemption 2, για το οποίο μάλιστα, η ASUS έχει δημοσιεύσει ολόκληρο οδηγό ρυθμίσεων για το καλύτερο αποτέλεσμα. Η εταιρεία προτείνει 1080p με FSR και ένα μίγμα Medium/Low και Ultra (σε λίγες περιπτώσεις, π.χ. Textures) με αποτέλεσμα 45-55fps. Προτιμήσαμε μια μέση λύση, 720p με Low/Medium και High textures που μας έδωσε 50fps σε Turbo Mode και 40fps σε Performance, με ρυθμισμένο FSR σε Performance. Μπορεί τα 60fps να μην είναι σταθερά, όμως ένας «κόφτης» στα 45fps ή στα 30fps είναι απολύτως ρεαλιστική επιλογή. Μάλιστα, στα 30fps είναι εφικτή ακόμη και η επιλογή παιχνιδιού σε 1080p με ανώτερα γραφικά σε διάφορα σημεία.
Τέλος, το Forza Horizon 5. Σε 720p/Low, τα 60fps ήταν κλειδωμένα. Ανεβάζοντας σε Medium, είχαμε λίγες πτώσεις στα 50-52fps, ενώ σε High ακόμη μεγαλύτερες, πάντοτε σε Performance Mode. Ανεβάζοντας την δύναμη σε Turbo Mode, τα High ήταν σχεδόν κλειδωμένα στα 60fps. Δοκιμάζοντας να παίξουμε σε 1080p, η πτώση ήταν τόσο μεγάλη που δεν είχε κανένα νόημα – πρόκειται για παιχνίδι που επωφελείται των 60fps και δεν υπάρχει λόγος να πέσει στα μισά.
Κατά γενικό κανόνα, παρατηρούμε το εξής: το Performance Mode είναι μια άψογη λύση για 45fps, το Turbo για 60fps και το Silent για 30fps, μιλώντας για νεότερα παιχνίδια. Τα 720p είναι μονόδρομος για καλές επιδόσεις, όμως κάποιος που αρκείται στα 30fps μπορεί κάλλιστα να ανέβει στα 1080p σε πολλούς τίτλους. Ακόμη, τα 120Hz της οθόνης είναι καλοδεχούμενα και σε παιχνίδια όπως το Warzone (σε 720p/Minimum) ή σε παλαιότερους/λιγότερο απαιτητικούς τίτλους (Ori and the Will of the Wisps, Hollow Knight) αλλά σίγουρα δεν θα τα πιάσει ένας τίτλος όπως π.χ. το Cyberpunk 2077.
Σχετικά με τον χειρισμό, προσφέρονται δυνατότητες χρήσης των πλήκτρων σαν παραδοσιακό χειριστήριο αλλά και ως ποντίκι/πληκτρολόγιο, με τον δεξιό μοχλό να λειτουργεί ως κέρσορας. Για παιχνίδια όπως το Broken Sword 5 που δοκιμάσαμε, είναι μια καλή λύση, διευρύνοντας την συμβατότητα της συσκευής, όμως σίγουρα όσα είναι προσαρμοσμένα σε χειριστήριο προσφέρουν την καλύτερη εμπειρία. Τα δύο πλήκτρα στην πλάτη είναι μια καλή προσθήκη, αφού προφανώς, προσφέρουν άλλες δύο ενέργειες χωρίς δυσκολία χειρισμού – μπορούν να γίνουν π.χ. το άλμα σε ένα FPS ώστε το δάχτυλο να μην φεύγει από τον δεξιό μοχλό.
Ένα ακόμη καλό είναι η θερμοκρασία και ο θόρυβος. Για την ακρίβεια, ακόμη κι όταν παίζαμε Forza Horizon 5 σε Turbo Mode και με το καλώδιο φόρτισης συνδεδεμένο, ο θόρυβος του ανεμιστήρα ήταν ανεπαίσθητος και η θερμοκρασία δεν σκαρφάλωσε σε ανησυχητικά επίπεδα. Ήταν λίγο θερμό εκεί που ακουμπούν τα δάχτυλα στην πλάτη, όμως κατά τα άλλα, δεν γινόταν αισθητή η θερμοκρασία.
Μετά, πάμε στα του λογισμικού. Όπως σημειώσαμε πριν, υπάρχει αριστερά ένα κουμπί συντομεύσεων που επιτρέπει την εμφάνιση performance monitor, την λήψη screenshot/video, την εναλλαγή μεταξύ Silent/Performance/Turbo Mode και άλλων ρυθμίσεων. Μπορεί ακόμη να μπει καρφωτό όριο fps (30, 45, 60, off) Είναι εύχρηστο και βολικό, ακόμη και μέσα στο παιχνίδι, ενώ μπορεί να προσαρμοστεί βάζοντας και βγάζοντας πλακίδια κατά το δοκούν.
Από την άλλη μεριά, το κουμπί ASUS Armoury Crate που είναι η «βάση» της συσκευής. Όσα παιχνίδια έχουν εγκατασταθεί μέσα από τους γνωστούς launchers (Steam, Xbox, Epic κλπ) εμφανίζονται εκεί, οπότε η βιβλιοθήκη τίτλων δεν είναι κατακερματισμένη σε καμία περίπτωση. Επιπλέον, μέσα από το Armoury Crate γίνονται ενημερώσεις για την κονσόλα και το λογισμικό της, όπως και ρυθμίζονται διάφορα σημεία, όπως ο φωτισμός γύρω από τους μοχλούς. Είναι εξίσου εύχρηστο με το μενού συντομεύσεων και βολεύει που συγκεντρώνονται πολλά (παιχνίδια, ρυθμίσεις, updates κλπ) σε ένα σημείο. Μια μικρή σημείωση: αν προμηθευτείτε το ASUS ROG Ally, βεβαιωθείτε πως έχετε ολοκληρώσει όποια διαθέσιμη ενημέρωση υπάρχει στο Armoury Crate. Η ASUS το προτείνει και πράγματι, η απόδοση της κονσόλας αυξήθηκε σημαντικά μετά τα updates.
Τώρα, το κομμάτι Windows. Αρχικά, η συμβατότητα και ευκολία που αυτή προσφέρει είναι ασύγκριτη, αφού οτιδήποτε κι αν εγκατασταθεί θα μπορεί να παίξει αν το hardware το επιτρέπει. Μπορεί να μοιάζει κάτι μικρό, όμως αν μείνουμε στο παράδειγμα του Silent Hill παραπάνω, τότε σίγουρα δεν είναι λίγο. Πέραν αυτού, η χρήση Windows έχει όλα τα θετικά και αρνητικά που θα περίμενε κανείς.
Δηλαδή, είναι ένας υπολογιστής τσέπης που σημαίνει ότι, με ένα πληκτρολόγιο και ποντίκι, μπορεί κανείς να το χρησιμοποιήσει σαν laptop και να γράψει κείμενα ή να κάνει video editing. Μπορεί να εγκαταστήσει προγράμματα κάθε είδους, από VPN μέχρι οτιδήποτε χωράει ο νους, χωρίς δυσκολία. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που το ROG Ally έρχεται με προεγκατεστημένο το Microsoft Office οπότε φανταστείτε τι όμορφα που μπορεί να μεταμορφωθεί σε επιτραπέζιο υπολογιστή μόλις το συνδέσετε με μια οθόνη ή ακόμα και τηλεόραση, μέσω ενός HDMI καλωδίου. Επιπλέον, κάθε συσκευή συνοδεύεται από τρίμηνη συνδρομή Xbox Game Pass Ultimate.
Ωστόσο, δεν είναι όλα ρόδινα. Ναι μεν η ASUS φρόντισε να βοηθήσει την κατάσταση με τον χειρισμό, αλλά κάποια προβλήματα παραμένουν. Με ορισμένες συντομεύσεις, μπορεί κανείς να μπει στον Task Manager με δύο πλήκτρα, κάτι πολύ χρήσιμο και καλοδεχούμενο. Όμως η γενικότερη πλοήγηση δεν είναι πάντα τόσο εύκολη, αφού ο χρήστης είτε θα περιηγείται αγγίζοντας την οθόνη είτε θα χρησιμοποιεί τον δεξιό μοχλό ως κέρσορα σε συνδυασμό με πλήκτρα. Κάποια στοιχεία του γραφικού περιβάλλοντος δεν είναι πολύ μεγάλα, οπότε η αφή είναι δύσχρηστη κι από την άλλη, ο μοχλός δεν έχει την ακρίβεια ποντικιού.
Μετά, το ψηφιακό πληκτρολόγιο είναι πολύ βολικό γιατί αναιρεί την ανάγκη για επιπλέον εξοπλισμό, αλλά είναι τόσο μεγάλο στην οθόνη 7” που ορισμένες φορές κρύβει τα πεδία εισαγωγής κειμένου. Δεν πρόκειται για προβλήματα που θα χαλάσουν ολοκληρωτικά την εμπειρία κανενός -θα ήταν υπερβολή να το πούμε- όμως η επίγευση που αφήνουν τα Windows είναι αυτή του ανέτοιμου. Ξεκάθαρα, θέλουν δουλειά για να λειτουργούν απροβλημάτιστα σε μικρότερες οθόνες αφής. Κάτι στο οποίο μας καλόμαθε το Steam Deck, όμως απουσιάζει εδώ, είναι τα δύο trackpads. Οι επιφάνειες αφής που βρίσκονται κάτω από τους μοχλούς του Steam Deck βοηθούν τόσο σε FPS όσο και σε adventure games, όπως φυσικά και στην περιήγηση στα μενού, η οποία θα ήταν απείρως ευκολότερη αν τα είχε το ASUS ROG Ally.
Και για το τέλος, η μπαταρία.
Η ASUS υπόσχεται έως και εννέα ώρες χρήσης σε μικτά σενάρια, όπως παρακολούθηση βίντεο και ελαφρύ gaming. Εμείς αφιερωθήκαμε αποκλειστικά σε παιχνίδια και τα αποτελέσματα απείχαν αρκετά από αυτό το νούμερο. Συγκεκριμένα, παίζοντας παιχνίδια όπως το Cyberpunk 2077 ή το Forza Horizon 5, η μπαταρία άντεχε μετά βίας μία ώρα. Σε λιγότερο απαιτητικά παιχνίδια, όπως το Silent Hill 4: The Room που επέτρεπε τη χρήση Silent Mode, η αυτονομία αυξήθηκε αρκετά (2.5 με 3 ώρες) όμως πάλι δεν είναι εντυπωσιακή. Δεδομένων των δυνατοτήτων της κονσόλας, είναι «αμαρτία» που η μπαταρία δεν μπορεί να ακολουθήσει, αν και κάπως αναμενόμενο.
Επιπλέον, η απλή περιήγηση σε περιβάλλον Windows καταναλώνει αρκετά περισσότερα από όσα θα μπορούσε. Για παράδειγμα, στο Steam Deck μπορεί να μπει όριο στα 3W, ενώ εδώ το χαμηλότερο είναι τα 9W, καταναλώνοντας άσκοπα μπαταρία. Με το Performance Monitor που εμφανίζεται μέσω μιας απλής συντόμευσης, μπορούμε εύκολα να βλέπουμε πόση ενέργεια καταναλώνει ένα παιχνίδι και να το περιορίσουμε αναλόγως. Για παράδειγμα, το Silent Hill 4 δεν χρειάζεται να ανέβει σε κάτι ανώτερο του Silent Mode στα 9W, ενώ το Death Stranding τα καταφέρνει περίφημα και στο Performance Mode, χωρίς ανάγκη για Turbo. Τέτοιες κινήσεις είναι απαραίτητες για να γίνεται καλύτερη διαχείριση της μπαταρίας – το Death Stranding κερδίζει περίπου ένα μισάωρο με αυτή την απλή αλλαγή.
Η ταχύτητα φόρτισης, τουλάχιστον, είναι άριστη. Με φορτιστή USB-C 65W, μπορεί να φορτίσει από το 0% στο 100% μέσα σε περίπου τρία τέταρτα αν δεν χρησιμοποιείται παράλληλα, ενώ παίζοντας Forza Horizon 5 στα 30W, η φόρτιση χρειάστηκε περίπου μιάμιση ώρα για να ολοκληρωθεί.
Για το κλείσιμο, η τιμή. Το ASUS ROG Ally έρχεται στην χώρα μας με προτεινόμενη λιανική τιμή στα 799€ για την έκδοση με Z1 Extreme. Η έκδοση με τον απλό Z1 δεν έχει κυκλοφορήσει πουθενά, όμως η διαφορά τιμής αναμένεται να είναι στα 100€, δηλαδή 699€. Δεδομένης της μεγάλης διαφοράς επιδόσεων που αποτυπώνεται στα benchmarks (δεν έχουμε το μοντέλο με Z1 για να ξέρουμε από πρώτο χέρι) μεταξύ των δύο επεξεργαστών, είναι σίγουρα προτιμότερη η αγορά του μοντέλου με Z1 Extreme. Σε ορισμένα παιχνίδια, όπως το Red Dead Redemption 2, φαίνεται διαφορά ακόμη και 30fps (από 70fps του Z1 Extreme στα 40fps του Z1), οπότε αν ο προϋπολογισμός βγαίνει, ο Z1 Extreme είναι μονόδρομος.
Συμπέρασμα
Το ASUS ROG Ally έχει πολλά θετικά. Από την άψογη οθόνη μέχρι τον σχεδιασμό, τις ευκολίες του ASUS Armoury Crate και φυσικά, τις επιδόσεις, είναι μια πολύ καλή λύση για όποιον θέλει να παίζει παιχνίδια οπουδήποτε χωρίς να κουβαλάει ολόκληρο gaming laptop. Η άνεση των Windows έρχεται με ένα (σχετικά μικρό) τίμημα, βέβαια, κι αυτό είναι η πλοήγηση. Δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη, όσο κι αν βοηθάει την κατάσταση η ASUS.
Ένα μεγαλύτερο παράπονο είναι η αυτονομία, η οποία δεν εντυπωσιάζει, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σημεία της κονσόλας. Για πρώτη προσπάθεια, η ASUS τα κατάφερε πολύ καλά και δεν πρόκειται ούτε για μισοτελειωμένη, ούτε για πειραματική κονσόλα – έχει πολλά θετικά και σίγουρα θα βρει το κοινό της.
Πηγή: insomnia.gr