Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι τόσο σοβαρή που οι σκηνές με τα ομιλούντα ζώα και τους Μουντσίκινς γίνονται ακόμα πιο παράταιρες.
Η σκηνοθεσία του Chu, σε συνεργασία με τη διευθύντρια φωτογραφίας Alice Brooks, επιλέγει μια σκοτεινή αισθητική, με υπερβολική χρήση οπίσθιου φωτισμού που συχνά καθιστά δύσκολη την αναγνώριση των χαρακτήρων. Παρά τις εκπληκτικές σκηνικές κατασκευές, όπως το εντυπωσιακό πάρτι της Γκλίντα και ο πύργος της Ελφάμπα, οι θεατές παραμένουν με την αίσθηση ότι παρακολουθούν ανθρώπους να κινούνται σε σετ.
Οι μουσικές ερμηνείες της Erivo και της Grande είναι το δυνατό σημείο της ταινίας, καθώς καταφέρνουν να μεταφέρουν τις σύνθετες και αντιφατικές συναισθηματικές καταστάσεις των χαρακτήρων τους. Η χημεία τους στην οθόνη είναι εκρηκτική, αλλά χρειάζεται να περάσει κανείς μέσα από πολλές σκηνές για να φτάσει σε αυτές τις μαγικές στιγμές.
Η ταινία πάσχει από προβλήματα ρυθμού, με τα τραγούδια να διαρκούν υπερβολικά και τις μεταβάσεις μεταξύ σκηνών να είναι αποσπασματικές. Παρά τη μεγάλη διάρκεια της ταινίας, δεν καταφέρνει να εξηγήσει πλήρως τις εξελίξεις της πλοκής, αφήνοντας τους θεατές να συμπληρώσουν τα κενά.
Η “Wicked: For Good” προσπαθεί να στηριχτεί στο ταλέντο των πρωταγωνιστών της, αλλά δεν καταφέρνει να δικαιολογήσει τη μεταφορά του αγαπημένου μιούζικαλ σε δύο μέτριες ταινίες.
Εν κατακλείδι, η “Wicked: For Good” αποτελεί μια σκοτεινή συνέχεια που, παρά τις προσπάθειες των ηθοποιών και τις εντυπωσιακές σκηνικές κατασκευές, δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα προβλήματα της πρώτης ταινίας, αφήνοντας τους θεατές με την αίσθηση ότι η μαγεία της σκηνής δεν μεταφέρθηκε πλήρως στην οθόνη.
Πηγή άρθρου: www.ign.com

