Η ταινία αναζητά την ισορροπία μεταξύ της κωμωδίας και της περιπέτειας, αλλά αποτυγχάνει να προσφέρει κάποια από τις δύο σε ικανοποιητικό βαθμό.
Ο Gormican και ο συν-σεναριογράφος του, Kevin Etten, προσπαθούν να δημιουργήσουν μια σάτιρα για τη βιομηχανία του Χόλιγουντ, αλλά οι προσπάθειές τους παραμένουν επιφανειακές. Οι χαρακτήρες παλεύουν με προσωπικές κρίσεις και υπαρξιακά διλήμματα, αλλά η πλοκή μπλέκεται με ανούσια υποπλοκές και αδύναμους χαρακτήρες, όπως η καπετάνισσα Ana Almeida (Daniela Melchior), που επιβαρύνει την ήδη φορτωμένη αφήγηση.
Παρά τις προσπάθειες, οι κωμικές στιγμές είναι σπάνιες και οι προσπάθειες για σάτιρα του Χόλιγουντ δεν καταφέρνουν να ξεχωρίσουν. Ο Paul Rudd προσφέρει την γνωστή του γοητεία, ενώ ο Jack Black προσπαθεί να χαρίσει ενέργεια στον ρόλο του, αλλά οι περιορισμοί των χαρακτήρων δεν του επιτρέπουν να λάμψει πλήρως.
Η ταινία ξεκινά με μια συγκεχυμένη σκηνή καταδίωξης, η οποία δεν καταφέρνει να δημιουργήσει την αναμενόμενη ένταση. Οι σκηνές δράσης είναι κακοσχεδιασμένες και τα ειδικά εφέ δεν εντυπωσιάζουν. Η χρήση επαναλαμβανόμενων σκηνών και αδύναμων γραφικών μειώνει την αίσθηση του τρόμου που αναμένει κανείς από μια ταινία με ανακόντα.
Η αποτυχία της ταινίας να προσφέρει την παραμικρή αίσθηση τρόμου ή κωμωδίας την καθιστά μια απογοητευτική εμπειρία για τους θεατές.
Η προσπάθεια να αναβιώσει το “Anaconda” με μια κωμική προσέγγιση αποτυγχάνει να προσελκύσει το κοινό. Οι χαρακτήρες και το σενάριο δεν καταφέρνουν να προσφέρουν κάτι νέο ή ενδιαφέρον, αφήνοντας την ταινία να μοιάζει με μια χαμένη ευκαιρία. Η έλλειψη ουσιαστικού περιεχομένου και η αποτυχία να αποδώσει την ατμόσφαιρα του πρωτότυπου καθιστούν το “Anaconda” μια ταινία που δεν εντυπωσιάζει.
Πηγή άρθρου: www.ign.com

