Το Gwent προσφέρει ένα μοναδικό μείγμα στρατηγικής και τύχης, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται σε συνθήκες αβεβαιότητας.
Οι κάρτες έχουν την ίδια καλλιτεχνική αισθητική με το ψηφιακό παιχνίδι, αλλά το φυσικό σετ περιλαμβάνει και άλλα στοιχεία όπως μάρκες και ένα χαρτί-τάπητα για την οργάνωση των καρτών. Ωστόσο, αυτά τα πρόσθετα είναι απογοητευτικά, καθώς είναι εύθραυστα και δύσχρηστα.
Το Gwent παίζεται σε τρεις γύρους, με τον πρώτο παίκτη που θα κερδίσει δύο γύρους να κερδίζει το παιχνίδι. Στην αρχή, κάθε παίκτης τραβά 10 κάρτες, οι οποίες πρέπει να του φτάσουν για όλο το παιχνίδι. Η στρατηγική έγκειται στη σωστή διαχείριση αυτών των καρτών και στην επιλογή του κατάλληλου χρόνου για να παίξεις ή να περάσεις.
Η πρόκληση του Gwent έγκειται στην ικανότητα να διαβάσεις τον αντίπαλο και να διαχειριστείς τις κάρτες σου με στρατηγική.
Κάθε παίκτης έχει τρεις σειρές για να τοποθετεί τις κάρτες του: μάχη σώμα με σώμα, βεληνεκές και πολιορκία. Οι κάρτες έχουν ειδικές ικανότητες που προσθέτουν βάθος στο παιχνίδι, όπως το “Tight Bond” που πολλαπλασιάζει τη δύναμη των καρτών ή η “Spy” που επιτρέπει την απόκτηση νέων καρτών.
Παρά τις ποικίλες στρατηγικές επιλογές, το Gwent συχνά περιορίζεται από την τύχη, καθώς οι παίκτες δεν γνωρίζουν τις κάρτες του αντιπάλου. Αυτό προσθέτει ένα στοιχείο έντασης αλλά και απογοήτευσης, καθώς οι αποφάσεις βασίζονται σε εικασίες.
Η κατασκευή τράπουλας είναι κεντρικό στοιχείο του παιχνιδιού, με διαφορετικές φατρίες να προσφέρουν μοναδικές στρατηγικές. Ωστόσο, η τυχαιότητα μπορεί να επισκιάσει τη στρατηγική, καθώς ορισμένες κάρτες και φατρίες είναι πιο αποτελεσματικές από άλλες.
Συνολικά, το Gwent ως φυσικό παιχνίδι δεν καταφέρνει να προσφέρει την ίδια εμπειρία με την ψηφιακή του εκδοχή. Παρά τις αξιόλογες στιγμές στρατηγικής και έντασης, το παιχνίδι παραμένει λιγότερο ελκυστικό και πιο δύσκολο στη διαχείριση εκτός της ψηφιακής του μορφής, στερώντας την ευχαρίστηση της συνεχούς αναβάθμισης της τράπουλας.



Πηγή άρθρου: www.ign.com